- εκτιναγμός
- ο (Α ἐκτιναγμός)1. εκτίναξη, εξακόντιση, εκσφενδόνιση2. καθάρισμα τού σιταριού με λίχνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκτιναγμός — shaking out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτιναγμοῖς — ἐκτιναγμός shaking out masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτιναγμούς — ἐκτιναγμός shaking out masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτιναγμῶν — ἐκτιναγμός shaking out masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτιναγμῷ — ἐκτιναγμός shaking out masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτιναγμόν — ἐκτιναγμός shaking out masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτίναξη — η (Α ἐκτίναξις) εκτιναγμός, ορμητικό και βίαιο τίναγμα, εκσφενδόνιση … Dictionary of Greek